worth
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
worth < αγγλοσαξονική weor
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
worth
- I’ll have a dollar's worth of candy, please.
Επίθετο[επεξεργασία]
worth (άλλοι εκτιμούν ότι πρέπει να θεωρείται πρόθεση)
- που αξίζει, είναι άξιο για
- ↪ My house now is worth double what I paid for it
- Το σπίτι μου τώρα αξίζει το διπλάσιο από αυτό που πλήρωσα (Απόδοση: το Βικιλεξικό.)
- ↪ It is worth noting
- Αξίζει να σημειωθεί (Απόδοση: το Βικιλεξικό.)
- ↪ My house now is worth double what I paid for it