wreak havoc
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
wreak havoc (en)
- προξενώ-επιφέρω-προκαλώ (το) χάος
- (σπανιότερα "πανικό", ο πανικός αφορά το πώς νιώθουμε ενώ το χάος έχει ευρύτερη χρήση που ταιριάζει περισσότερο και στατιστικά συχνότερα ως καταλληλότερη μεταφραστική επιλογή)
- τα κάνω κώλο (όχι θάλασσα γιατί η έκφραση "τα κάνω θάλασσα" είναι σαφέστατα πιο ήπια)