współczynnik
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
współczynnik < współ- + czynnik
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
współczynnik (pl) αρσενικό
- (μαθηματικά, φυσική, κοινά) ο συντελεστής
- (φυσική) ο δείκτης