wujenka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

wujenka < wuj

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

wujenka (pl) θηλυκό

  • η σύζυγος του αδελφού της μητέρας, η θεία

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]