θεία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | θεία | οι | θείες |
γενική | της | θείας | των | θειών |
αιτιατική | τη | θεία | τις | θείες |
κλητική | θεία | θείες | ||
Δείτε και το λαϊκότροπο θεια με δύο πληθυντικούς. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- θεία < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θειά < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή θεία < θηλυκό του αρχαίου θεῖος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θεία θηλυκό και θεια (αρσενικό θείος)
- (οικογένεια) η αδερφή του πατέρα
- (οικογένεια) η αδερφή της μητέρας
- (οικογένεια) η γυναίκα του θείου
- (προσφώνηση) χαϊδευτική προσφώνηση γυναίκας μεγαλύτερης ηλικίας από αυτόν που την αποκαλεί έτσι.
- συγγενικό πρόσωπο, συνήθως μεγαλύτερης ηλικίας, με τον οποίο υπάρχουν δεσμοί αίματος και συγγένειας.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- θεια (λαϊκότροπο)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θεία
|
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | θεία | ||
γενική | των | θείων | ||
αιτιατική | τα | θεία | ||
κλητική | θεία | |||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- θεία < πληθυντικός για «το θεῖον», ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου θείος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]θεία ουδέτερο στον πληθυντικό
- γενικός όρος για ό,τι αφορά τη θρησκεία
- μην προσβάλλεις τα θεία
Ετυμολογία 3
[επεξεργασία]- θεία: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]θεία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του θείος
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Οικογένεια (νέα ελληνικά)
- Προσφωνήσεις (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)