Μετάβαση στο περιεχόμενο

yoga

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

yoga (en) (μη μετρήσιμο)

  • η γιόγκα
      Yoga and meditation are good methods for reducing stress.
    Η γιόγκα και ο διαλογισμός είναι καλές μέθοδοι για τη μείωση του στρες.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • yoga στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

yoga (fr)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

yoga < σανσκριτικά < i̯óoġa

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

yoga (it)