zakręt

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

zakręt (pl) αρσενικό

  1. η στροφή
    • αλλαγή πορείας
    • καμπή δρόμου

Συγγενικά

[επεξεργασία]