Μετάβαση στο περιεχόμενο

zasłona

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

zasłona (pl) θηλυκό

  1. η κουρτίνα
    w swoim pokoju mam bawełniane zasłony - στο δωμάτιό μου έχω βαμβακερές κουρτίνες