Μετάβαση στο περιεχόμενο

zugleich

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίρρημα

[επεξεργασία]

zugleich (de)

  • μαζί, ταυτόχρονα
    mann kann nicht zugleich sprechen und essen - δεν μπορεί κανείς να μιλάει και να τρώει ταυτόχρονα