échinacée

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

η μενεξεδένια εχινάκεια

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
échinacée échinacées

échinacée (fr) θηλυκό