ΔΣΛ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ΔΣΛ < : Διεύθυνση ΣτρατοΛογικού
Συντομομορφή[επεξεργασία]
Δ.ΣΛ. θηλυκό άκλιτο αρκτικόλεξο
- Διεύθυνση Στρατολογικού
Δ.ΣΛ. θηλυκό άκλιτο αρκτικόλεξο