πτώχευση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Νέο Σύστημα |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 3: | Γραμμή 3: | ||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < |
: '''{{PAGENAME}}''' < [[πτωχός]] + ρηματική κατάληξη |
||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} |
||
# (νομ.) όρος που χρησιμοποιείται για τη γνωστοποίηση και επισημοποίηση της φτώχειας είτε ατόμου, είτε επιχείρησης είτε κράτους και ο οποίος δηλώνει αδυναμία πληρωμής ή εξώφλησης υποχρεώσεων και έχει με τη σειρά της διάφορες νομικές συνέπειες για τον πτωχεύσαντα. Ο νομικός όρος στην καθομιλουμένη χρησιμοποιείται και με την έννοια της [[αναπαραδιά]]ς, |
|||
# {{λείπει ο ορισμός}} |
|||
#: Παιδιά, εγώ '''κηρύσσω πτώχευση''', πληρώστε εσείς το λογαριασμό (π.χ. του μπαρ) |
|||
Αναθεώρηση της 08:32, 19 Φεβρουαρίου 2010
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πτώχευση < πτωχός + ρηματική κατάληξη
Ουσιαστικό
πτώχευση θηλυκό
- (νομ.) όρος που χρησιμοποιείται για τη γνωστοποίηση και επισημοποίηση της φτώχειας είτε ατόμου, είτε επιχείρησης είτε κράτους και ο οποίος δηλώνει αδυναμία πληρωμής ή εξώφλησης υποχρεώσεων και έχει με τη σειρά της διάφορες νομικές συνέπειες για τον πτωχεύσαντα. Ο νομικός όρος στην καθομιλουμένη χρησιμοποιείται και με την έννοια της αναπαραδιάς,
- Παιδιά, εγώ κηρύσσω πτώχευση, πληρώστε εσείς το λογαριασμό (π.χ. του μπαρ)
Μεταφράσεις
πτώχευση
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «πτωχευση'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'πτώχευση'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «πτωχευση».