bankruptcy
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bankruptcy | bankruptcies |
bankruptcy (en)
- (οικονομία) η πτώχευση, η οικονομική χρεοκοπία
- ⮡ I am applying for bankruptcy.
- Αιτούμαι πτώχευσης.
- ⮡ I am filing for bankruptcy.
- Υποβάλλω αίτηση για πτώχευση.
- ⮡ Bankruptcy is a real possibility if sales don't improve.
- Η πτώχευση είναι μια πραγματική πιθανότητα αν δεν βελτιωθούν οι πωλήσεις.
- ⮡ fraudulent bankruptcy - δόλια χρεωκοπία
- ⮡ In bankruptcy you are, either as a person or company, legally declared unable to pay your debts, so you are released from most of them
- Με τη χρεωκοπία κηρύσσεσαι από το δικαστήριο, είτε ως πρόσωπο είτε ως εταιρεία, ανήμπορος να πληρώσεις τα χρέη σου, οπότε και απαλλάσσεσαι από τα περισσότερα από αυτά.
- ⮡ I am applying for bankruptcy.
- (μεταφορικά) η χρεωκοπία ως πλήρης, ολοσχερής αποτυχία, η έσχατη στέρηση, η εξαθλίωση, η καταστροφή
- Have you read Daniel Rasmussen's recent essay on «The Bankruptcy of Modern Finance Theory»? : Διάβασες την πρόσφατη μελέτη του Ντάνιελ Ράσμουσεν για την «Χρεωκοπία [= πλήρης αποτυχία] της σύγχρονης οικονομικής θεωρίας»;