πτερόεις: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 3: Γραμμή 3:


==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < [[πτερό]]
: '''{{PAGENAME}}''' < [[πτερόν]]

==={{επίθετο|el}}===
==={{επίθετο|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' θηλυκό '''πτερόεσσα''', ουδέτερο '''πτερόεν'''
'''{{PAGENAME}}''' θηλυκό '''πτερόεσσα''', ουδέτερο '''πτερόεν'''

Αναθεώρηση της 10:49, 19 Φεβρουαρίου 2010

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πτερόεις < πτερόν

Επίθετο

πτερόεις θηλυκό πτερόεσσα, ουδέτερο πτερόεν

  1. ο πτερωτός, φτερωτός, αυτός που έχει φτερά, αυτός που μπορεί να πετάξει (αρχαίο επίθετο)
    "ἔπεα πτερόεντα" αρχαία παροιμιώδης φράση από τον Όμηρο, που σήμαινε ότι άπαξ και κάτι είχε ειπωθεί, έφευγε από το στόμα, έβγαζε φτερά και πετούσε μακριά - αντίστοιχη με τη σημερινή φράση "λόγια του αέρα"


Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «πτεροεισ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'πτερόεισ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'πτερόεις'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «πτεροεισ».