single: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ r2.7.1) (Ρομπότ: Προσθήκη: eu:single
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη li
Γραμμή 35: Γραμμή 35:
[[ko:single]]
[[ko:single]]
[[ku:single]]
[[ku:single]]
[[li:single]]
[[lt:single]]
[[lt:single]]
[[mg:single]]
[[mg:single]]

Αναθεώρηση της 10:55, 1 Μαΐου 2012

Αγγλικά (en)

Επίθετο

single (en)

  • ανύπαντρος, ελεύθερος
    I don't want to stay single forever. Sometime I want to have a family.
    Δεν θέλω να μείνω ανύπαντρος για πάντα. Κάποτε θέλω να φτιάξω οικογένεια.
  • μόνο ένας
    He had a single goal when he was growing up: to leave town.
    Είχε ένα μόνο σκοπό όταν μεγάλωνε: να φύγει από το χωριό.
  • για χρήση ενός ατόμου
    I want to reserve a single room for three nights.
    Θέλω να κλείσω ένα μονόκλινο για τρεις νύχτες.


Ουσιαστικό

  • ανύπαντρο άτομο
  • τραγούδι που δημοσιεύεται και κυκλοφορεί ξεχωριστά σε CD ή άλλο μέσο
  • στο μπέιζμπολ, χτύπημα της μπάλας που επιτρέπει στον παίκτη να φτάσει στην πρώτη βάση