οδοντοφυΐα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 59: | Γραμμή 59: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{κλείδα |
{{κλείδα-ελλ}} |
Αναθεώρηση της 18:56, 22 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- οδοντοφυΐα < αρχαία ελληνική ὀδοντοφυΐα (< οδοντοφυώ /-έω < οδοντο- + -φυώ < φυής < φύω / -ομαι)
Ουσιαστικό
οδοντοφυΐα θηλυκό
- η βαθμιαία εμφάνιση των δοντιών και ο σχηματισμός της οδοντοστοιχίας που συντελείται κατά τη βρεφική και την πρώτη παιδική ηλικία
Μεταφράσεις
οδοντοφυΐα
|