Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
|
|
Γραμμή 7: |
Γραμμή 7: |
|
'''{{PAGENAME}}''' |
|
'''{{PAGENAME}}''' |
|
# {{λείπει ο ορισμός}} |
|
# {{λείπει ο ορισμός}} |
|
|
|
|
|
===={{κλίση}}==== |
|
|
{{el-κλίσ-'λαλώ'|ακριβολογ|ακριβολόγ}} |
|
|
|
|
|
|
|
|
Αναθεώρηση της 10:16, 24 Μαΐου 2013
Ετυμολογία
- ακριβολογώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
ακριβολογώ
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Κλίση
Ενεργητική φωνή
απρόσωπες εγκλίσεις
|
απαρέμφατο (αόριστος)
|
ακριβολογήσει
|
μετοχή (ενεστώτας)
|
ακριβολογώντας
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
πρόσωπο
|
ενικός
|
πληθυντικός
|
πρώτο
|
δεύτερο
|
τρίτο
|
πρώτο
|
δεύτερο
|
τρίτο
|
οριστική
|
εγώ
|
εσύ
|
αυτός
|
εμείς
|
εσείς
|
αυτοί
|
μονολεκτικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
ακριβολογώ
|
ακριβολογείς
|
ακριβολογεί
|
ακριβολογούμε
|
ακριβολογείτε
|
ακριβολογούν
|
παρατατικός
|
ακριβολογούσα
|
ακριβολογούσες
|
ακριβολογούσε
|
ακριβολογούσαμε
|
ακριβολογούσατε
|
ακριβολογούσαν
|
αόριστος
|
ακριβολόγησα
|
ακριβολόγησες
|
ακριβολόγησε
|
ακριβολογήσαμε
|
ακριβολογήσατε
|
ακριβολόγησαν
|
περιφραστικοί χρόνοι
|
εξακολουθητικός μέλλοντας
|
θα ακριβολογώ
|
θα ακριβολογείς
|
θα ακριβολογεί
|
θα ακριβολογούμε
|
θα ακριβολογείτε
|
θα ακριβολογούν
|
στιγμιαίος μέλλοντας
|
θα ακριβολογήσω
|
θα ακριβολογήσεις
|
θα ακριβολογήσει
|
θα ακριβολογήσουμε
|
θα ακριβολογήσετε
|
θα ακριβολογήσουν
|
παρακείμενος α'
|
έχω ακριβολογήσει
|
έχεις ακριβολογήσει
|
έχει ακριβολογήσει
|
έχουμε ακριβολογήσει
|
έχετε ακριβολογήσει
|
έχουν ακριβολογήσει
|
παρακείμενος β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
υπερσυντέλικος α'
|
είχα ακριβολογήσει
|
είχες ακριβολογήσει
|
είχε ακριβολογήσει
|
είχαμε ακριβολογήσει
|
είχατε ακριβολογήσει
|
είχαν ακριβολογήσει
|
υπερσυντέλικος β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
συντελεσμένος μέλλοντας α'
|
θα έχω ακριβολογήσει
|
θα έχεις ακριβολογήσει
|
θα έχει ακριβολογήσει
|
θα έχουμε ακριβολογήσει
|
θα έχετε ακριβολογήσει
|
θα έχουν ακριβολογήσει
|
συντελεσμένος μέλλοντας β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
υποτακτική
|
εγώ
|
εσύ
|
αυτός
|
εμείς
|
εσείς
|
αυτοί
|
περιφραστικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
να ακριβολογώ
|
να ακριβολογείς
|
να ακριβολογεί
|
να ακριβολογούμε
|
να ακριβολογείτε
|
να ακριβολογούν
|
αόριστος
|
να ακριβολογήσω
|
να ακριβολογήσεις
|
να ακριβολογήσει
|
να ακριβολογήσουμε
|
να ακριβολογήσετε
|
να ακριβολογήσουν
|
παρακείμενος α'
|
να έχω ακριβολογήσει
|
να έχεις ακριβολογήσει
|
να έχει ακριβολογήσει
|
να έχουμε ακριβολογήσει
|
να έχετε ακριβολογήσει
|
να έχουν ακριβολογήσει
|
παρακείμενος β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
προστακτική
|
-
|
(εσύ)
|
-
|
-
|
(εσείς)
|
-
|
μονολεκτικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
|
ακριβολόγει
|
|
|
ακριβολογείτε
|
|
αόριστος
|
|
ακριβολόγησε
|
|
|
ακριβολογήστε
|
|
|
Μεταφράσεις