φύομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 61: Γραμμή 61:
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


{{κλείδα ταξινόμησης|φυομαι}}
{{κλείδα-ελλ}}


[[en:φύομαι]]
[[en:φύομαι]]

Αναθεώρηση της 23:00, 24 Μαΐου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φύομαι < αρχαία ελληνική φύω

Ρήμα

φύομαι

  1. φυτρώνω (σύνηθες πια μόνον στο τρίτο πρόσωπο (φύεται) με αναφορά στο περιβάλλον στο οποίο κάτι απαντά στη φύση χωρίς ανθρώπινες παρεμβάσεις)
    αυτό το είδος φύεται στην ανατολική Μεσόγειο

Σύνθετα

Μεταφράσεις