ψήγμα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot:Εισαγωγή πίνακα κλίσης
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 57: Γραμμή 57:
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


{{κλείδα ταξινόμησης|ψηγμα}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 00:53, 25 Μαΐου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'κύμα'

Ετυμολογία

ψήγμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ψήγμα ουδέτερο

  1. ό,τι προέρχεται από τριβή και απόξεση, απόξεσμα, ρίνισμα
  2. (ιδίως στον πληθυντικό) ψήγματα, λεπτότατα κομμάτια μετάλλου: ψηγματα χρυσού

Μεταφράσεις