ψήγμα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot:Εισαγωγή πίνακα κλίσης |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 57: | Γραμμή 57: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{κλείδα |
{{κλείδα-ελλ}} |
Αναθεώρηση της 00:53, 25 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ψήγμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
ψήγμα ουδέτερο
- ό,τι προέρχεται από τριβή και απόξεση, απόξεσμα, ρίνισμα
- (ιδίως στον πληθυντικό) ψήγματα, λεπτότατα κομμάτια μετάλλου: ψηγματα χρυσού
Μεταφράσεις
ψήγμα
|