ψωμοφάγος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Νέο Σύστημα
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 56: Γραμμή 56:
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


{{κλείδα ταξινόμησης|ψωμοφαγοσ}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 01:30, 25 Μαΐου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ψωμοφάγος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ψωμοφάγος αρσενικό

  • αυτός που τρώει πάρα πολύ ψωμί

Μεταφράσεις