ὄλβιος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Νέο Σύστημα
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 16: Γραμμή 16:
* [[ὀλβιόδωρος]]
* [[ὀλβιόδωρος]]


{{κλείδα ταξινόμησης|ολβιοσ}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 03:43, 25 Μαΐου 2013

Δείτε επίσης: όλβιος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ὄλβιος < ὄλβος

Επίθετο

ὄλβιος, -ιος/-ία, -ιον, υπερθετικός: ὀλβιώτατος και ὄλβιστος

  1. ευτυχής, μακάριος
  2. (για πράγματα, στον πληθυντικό του ουδετέρου) πλούσιος
    θεοί ὄλβια δοῖεν - μακάρι οι θεοί να δώσουν πλούσια δώρα

Συγγενικά