βασκαίνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 16: | Γραμμή 16: | ||
===={{κλίση}}==== |
===={{κλίση}}==== |
||
{{el-κλίσ-'σημαίνω'}} |
{{el-κλίσ-'σημαίνω'}} |
||
[[Κατηγορία:Ρήματα σε -αίνω, -αίρνω, -έκω, -έλνω, -έλω, -ένω, -έρνω και - |
[[Κατηγορία:Ρήματα σε -αίνω, -αίρνω, -αίω, -έγω, -έζω, -έθω, -έκω, -έλνω, -έλω, -έμω, -ένω, -έρνω, -έρω, -έσω, -έτω, -έφω, -έχω και -έω]] |
||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
{{μτφ-αρχή}} |
{{μτφ-αρχή}} |
Αναθεώρηση της 21:10, 9 Σεπτεμβρίου 2015
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βασκαίνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
βασκαίνω
Εκφράσεις
- φτου, να μη σε βασκάνω / φτου να μη βασκαθείς: τυπική έκφραση που λέγεται όταν θέλουμε να επαινέσουμε κάποιον και τον φτύνουμε για να μην τον ματιάσουμε με τα καλά μας λόγια· λέγεται επίσης ειρωνικά
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βασκαίνω | βάσκαινα | θα βασκαίνω | να βασκαίνω | βασκαίνοντας | |
β' ενικ. | βασκαίνεις | βάσκαινες | θα βασκαίνεις | να βασκαίνεις | βάσκαινε | |
γ' ενικ. | βασκαίνει | βάσκαινε | θα βασκαίνει | να βασκαίνει | ||
α' πληθ. | βασκαίνουμε | βασκαίναμε | θα βασκαίνουμε | να βασκαίνουμε | ||
β' πληθ. | βασκαίνετε | βασκαίνατε | θα βασκαίνετε | να βασκαίνετε | βασκαίνετε | |
γ' πληθ. | βασκαίνουν(ε) | βάσκαιναν βασκαίναν(ε) |
θα βασκαίνουν(ε) | να βασκαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βάσκανα | θα βασκάνω | να βασκάνω | βασκάνει | ||
β' ενικ. | βάσκανες | θα βασκάνεις | να βασκάνεις | βάσκανε | ||
γ' ενικ. | βάσκανε | θα βασκάνει | να βασκάνει | |||
α' πληθ. | βασκάναμε | θα βασκάνουμε | να βασκάνουμε | |||
β' πληθ. | βασκάνατε | θα βασκάνετε | να βασκάνετε | βασκάνετε | ||
γ' πληθ. | βάσκαναν βασκάναν(ε) |
θα βασκάνουν(ε) | να βασκάνουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βασκάνει | είχα βασκάνει | θα έχω βασκάνει | να έχω βασκάνει | ||
β' ενικ. | έχεις βασκάνει | είχες βασκάνει | θα έχεις βασκάνει | να έχεις βασκάνει | ||
γ' ενικ. | έχει βασκάνει | είχε βασκάνει | θα έχει βασκάνει | να έχει βασκάνει | ||
α' πληθ. | έχουμε βασκάνει | είχαμε βασκάνει | θα έχουμε βασκάνει | να έχουμε βασκάνει | ||
β' πληθ. | έχετε βασκάνει | είχατε βασκάνει | θα έχετε βασκάνει | να έχετε βασκάνει | ||
γ' πληθ. | έχουν βασκάνει | είχαν βασκάνει | θα έχουν βασκάνει | να έχουν βασκάνει |
|
Μεταφράσεις
βασκαίνω
→ δείτε τη λέξη ματιάζω |