δαγκάνα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
|||
Γραμμή 10: | Γραμμή 10: | ||
# {{μτφρ}} η τανάλια, η τσιμπίδα |
# {{μτφρ}} η τανάλια, η τσιμπίδα |
||
#: ''τον έπιασε η εφορία στις '''δαγκάνες''' της'' |
#: ''τον έπιασε η εφορία στις '''δαγκάνες''' της'' |
||
# (μηχαν.) δαγκάνα των φρένων |
|||
===={{συγγενικά}}==== |
===={{συγγενικά}}==== |
Αναθεώρηση της 22:57, 24 Μαρτίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
δαγκάνα θηλυκό
- η λαβίδα των καρκινοειδών (αστακοί, καβούρια κτλ) με την οποία συλλαμβάνουν την τροφή τους
- (μεταφορικά) η τανάλια, η τσιμπίδα
- τον έπιασε η εφορία στις δαγκάνες της
- (μηχαν.) δαγκάνα των φρένων