alchémille
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- alchémille < μεσαιωνική λατινική alchemilla
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
alchémille | alchémilles |
alchémille (fr) θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη alchimie