balaise

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
balaise balaises

Επίθετο[επεξεργασία]

balaise (fr) αρσενικό ή θηλυκό

→ δείτε τη λέξη balèze