corto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισπανικά (es)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
corto (es)
- κοντός, αντικείμενο με μικρό μήκος
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
corto (it)
- κοντός, αντικείμενο με μικρό μήκος