μπορεί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
μπορεί
- γ' ενικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα του ρήματος μπορώ
- (απροσώπως + υποτακτική) υπάρχει η πιθανότητα ή η δυνατότητα να γίνει κάτι
- μπορεί να βρέξει αύριο
- Δεν μπορεί να έγινε τέτοιο πράγμα!