αγρικώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγρικώ < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

αγρικώ

  1. ακούω
  2. καταλαβαίνω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]