αναβληθείς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀναβληθείς

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναβληθείς < αναβάλλω

Μετοχή[επεξεργασία]

αναβληθείς, αναβληθείσα, αναβληθέν

η αναβληθείσα συνεδρίαση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]