αναλιώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναλιώνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
αναλιώνω
- (λαϊκότροπο) είμαι πολύ αδύνατος (από την πείνα, την αρρώστια, κ.α.), λιώνω
- Λεημοσύνη γυρεύει ο άνθρωπος. Δεν τον βλέπετε που αναλιώνει' σαν το μελισσοκέρι; (Αγέλαστη Άνοιξη, Μενέλαου Λουντέμη)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναλιώνω
|