ανασυνδέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανασυνδέω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ανασυνδέω

  • συνδέω ξανά, φέρνω μαζί δύο πράγματα και τα ενώνω πάλι ή τα ξαναφέρνω σε επαφή

Μεταφράσεις[επεξεργασία]