αναφυτεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναφυτεύω < αρχαία ελληνική ἀναφυτεύω

Ρήμα[επεξεργασία]

αναφυτεύω

  1. φυτεύω ξανά ένα φυτό, το μεταφυτεύω (παρωχημένο) ή πάντως με σπάνια χρήση
  2. φυτεύω ξανά φυτά σε μια περιοχή που έχει χάσει τη βλάστησή της για διάφορους λόγους

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]