ανεβοκατεβάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ανεβοκατεβάζω
- κατ' επανάληψη ανεβάζω κάτι και μετά το κατεβάζω και μετά χρειάζεται να το ξανανεβάσω
- Τι με κάνεις και ανεβοκατεβάζω εκατό φορές τα εργαλεία στον κήπο αφού βαριέσαι να φτιάξεις το φράχτη;
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανεβοκατεβάζω
|