ανοσταίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανοσταίνω < άνοστος
Ρήμα[επεξεργασία]
ανοσταίνω
- (μεταβατικό) κάνω κάτι άνοστο, το κάνω να χάσει τη γεύση του
- (αμετάβατο) γίνομαι άνοστος, χάνω τη γεύση μου
Ταυτόσημο[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανοσταίνω
|