ανοσταίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανοσταίνω < άνοστος

Ρήμα[επεξεργασία]

ανοσταίνω

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι άνοστο, το κάνω να χάσει τη γεύση του
  2. (αμετάβατο) γίνομαι άνοστος, χάνω τη γεύση μου

Ταυτόσημο[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]