άνοστος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἄνοστος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άνοστος η άνοστη το άνοστο
      γενική του άνοστου της άνοστης του άνοστου
    αιτιατική τον άνοστο την άνοστη το άνοστο
     κλητική άνοστε άνοστη άνοστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άνοστοι οι άνοστες τα άνοστα
      γενική των άνοστων των άνοστων των άνοστων
    αιτιατική τους άνοστους τις άνοστες τα άνοστα
     κλητική άνοστοι άνοστες άνοστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

άνοστος < αρχαία ελληνική ἄνοστος < ἀ- + νόστος

Επίθετο[επεξεργασία]

άνοστος, -η, -ο

  1. (γαστρονομία) που δεν είναι νόστιμος, δεν έχει καλή γεύση
     συνώνυμα: άγευστος, ανούσιος
     αντώνυμα: νόστιμος
  2. (μεταφορικά) που δεν είναι χαριτωμένος και γοητευτικός
     συνώνυμα: άχαρος
     αντώνυμα: γοητευτικός, πνευματώδης, χαριτωμένος, χαρίεις

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]