πνευματώδης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πνευματώδης η πνευματώδης το πνευματώδες
      γενική του πνευματώδους της πνευματώδους του πνευματώδους
    αιτιατική τον πνευματώδη την πνευματώδη το πνευματώδες
     κλητική πνευματώδη(ς) πνευματώδης πνευματώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πνευματώδεις οι πνευματώδεις τα πνευματώδη
      γενική των πνευματωδών των πνευματωδών των πνευματωδών
    αιτιατική τους πνευματώδεις τις πνευματώδεις τα πνευματώδη
     κλητική πνευματώδεις πνευματώδεις πνευματώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πνευματώδης < πνεύμα + κατ.-ώδης

Επίθετο[επεξεργασία]

πνευματώδης

  • άνθρωπος με έξυπνο χιούμορ, ευφυής

Μεταφράσεις[επεξεργασία]