αντεπαναστατώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντεπαναστατώ < αντι- + επαναστατώ
Ρήμα[επεξεργασία]
αντεπαναστατώ
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αντεπαναστατώ | αντεπαναστατούσα | θα αντεπαναστατώ | να αντεπαναστατώ | αντεπαναστατώντας | |
β' ενικ. | αντεπαναστατείς | αντεπαναστατούσες | θα αντεπαναστατείς | να αντεπαναστατείς | (αντεπαναστάτει) | |
γ' ενικ. | αντεπαναστατεί | αντεπαναστατούσε | θα αντεπαναστατεί | να αντεπαναστατεί | ||
α' πληθ. | αντεπαναστατούμε | αντεπαναστατούσαμε | θα αντεπαναστατούμε | να αντεπαναστατούμε | ||
β' πληθ. | αντεπαναστατείτε | αντεπαναστατούσατε | θα αντεπαναστατείτε | να αντεπαναστατείτε | αντεπαναστατείτε | |
γ' πληθ. | αντεπαναστατούν(ε) | αντεπαναστατούσαν(ε) | θα αντεπαναστατούν(ε) | να αντεπαναστατούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αντεπαναστάτησα | θα αντεπαναστατήσω | να αντεπαναστατήσω | αντεπαναστατήσει | ||
β' ενικ. | αντεπαναστάτησες | θα αντεπαναστατήσεις | να αντεπαναστατήσεις | αντεπαναστάτησε | ||
γ' ενικ. | αντεπαναστάτησε | θα αντεπαναστατήσει | να αντεπαναστατήσει | |||
α' πληθ. | αντεπαναστατήσαμε | θα αντεπαναστατήσουμε | να αντεπαναστατήσουμε | |||
β' πληθ. | αντεπαναστατήσατε | θα αντεπαναστατήσετε | να αντεπαναστατήσετε | αντεπαναστατήστε | ||
γ' πληθ. | αντεπαναστάτησαν αντεπαναστατήσαν(ε) |
θα αντεπαναστατήσουν(ε) | να αντεπαναστατήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αντεπαναστατήσει | είχα αντεπαναστατήσει | θα έχω αντεπαναστατήσει | να έχω αντεπαναστατήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αντεπαναστατήσει | είχες αντεπαναστατήσει | θα έχεις αντεπαναστατήσει | να έχεις αντεπαναστατήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αντεπαναστατήσει | είχε αντεπαναστατήσει | θα έχει αντεπαναστατήσει | να έχει αντεπαναστατήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αντεπαναστατήσει | είχαμε αντεπαναστατήσει | θα έχουμε αντεπαναστατήσει | να έχουμε αντεπαναστατήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αντεπαναστατήσει | είχατε αντεπαναστατήσει | θα έχετε αντεπαναστατήσει | να έχετε αντεπαναστατήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αντεπαναστατήσει | είχαν αντεπαναστατήσει | θα έχουν αντεπαναστατήσει | να έχουν αντεπαναστατήσει |
|
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντεπαναστατώ
|