απολωλαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απολωλαίνω < λωλός

Ρήμα[επεξεργασία]

απολωλαίνω

  1. αποτρελαίνω


Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]