αποτυπωτικό χαρτί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αποτυπωτικό χαρτί < αποτυπωτικό + χαρτί ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική carbon paper)
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]αποτυπωτικό χαρτί ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αποτυπωτικό χαρτί
|