ατραξιόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ατραξιόν < (λόγιο δάνειο) γαλλική attraction[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ατραξιόν θηλυκό άκλιτο
- αυτό που προσελκύει την προσοχή των θεατών ή επισκεπτών
- Και πού και πού αγωνίζονται πώς θα λειτουργήσουν ως τουριστικές ατραξιόν το τρενάκι του Πηλίου και ο οδοντωτός των Καλαβρύτων. (από την εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 25 Απριλίου 2009)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ατραξιόν
- ↑ ατραξιόν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας