αυτομαστιγώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτομαστιγώνομαι< αυτο- + μαστιγώνoμαι

Ρήμα[επεξεργασία]

αυτομαστιγώνομαι

  1. μαστιγώνω τον εαυτό μου
  2. (μεταφορικά) κατηγορώ τον εαυτό μου σε υπερβολικό βαθμό

Κλίση[επεξεργασία]