αόριστο ολοκλήρωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αόριστο ολοκλήρωμα < αόριστο + ολοκλήρωμα

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

αόριστο ολοκλήρωμα ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]