αντιπαράγωγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιπαράγωγος < αντι- + παράγωγος (ουσιαστικό) ( = το αποτέλεσμα της αντιστροφής της παραγώγισης) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιπαράγωγος θηλυκό
- (μαθηματικά) μια συνάρτηση που σε ένα διάστημα έχει ως παράγωγο τη συνάρτηση (δηλαδή ), ονομάζεται αντιπαράγωγος της · συμβολισμός: ()
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- η αντιπαράγωγος προκύπτει ως αντιστροφή της παραγώγισης μιας συνάρτησης· είναι η αρχική συνάρτηση, από την οποία προκύπτει η παράγωγός της σε ένα διάστημα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιπαράγωγος