βοηθητική μνήμη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βοηθητική μνήμη < → δείτε τις λέξεις βοηθητικός και μνήμη, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική auxiliary memory
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
- (υλικό υπολογιστή) βλ. συνώνυμο δευτερεύουσα μνήμη
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βοηθητική μνήμη