γενετική παρέκκλιση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γενετική παρέκκλιση < → δείτε τις λέξεις γενετικός και παρέκκλιση
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
- (γενετική, εξελικτική βιολογία) το χάσιμο τμήματος της γενετικής ποικιλομορφίας σε μικρό πληθυσμό· η ελάττωση του πληθυσμού των (συνήθως αλλόμορφων) γονιδίων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γενετική παρέκκλιση