γεννοβολώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γεννοβολώ < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

γεννοβολώ

  • γεννώ πολλά παιδιά και πολύ συχνά

Μεταφράσεις[επεξεργασία]