γνοιάζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γνοιάζομαι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γνοιάζομαι < γνώθω + εννοιάζομαι
Ρήμα[επεξεργασία]
γνοιάζομαι
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του νοιάζομαι