γουίντσερφ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γουίντσερφ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από την αγγλική windsurf
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γουίντσερφ ουδέτερο άκλιτο
- η ιστιοσανίδα
- (αθλητισμός) το θαλάσσιο άθλημα της ιστιοσανίδας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γουίντσερφ
→ δείτε τη λέξη ιστιοσανίδα |
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)