εθνοφθόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εθνοφθόρος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

εθνοφθόρος, -α/-ος, -ο(ν)

  1. που προκαλεί φθορά στο έθνος
    (σε καθαρεύουσα) η εθνοφθόρος μετανάστευσις

Μεταφράσεις[επεξεργασία]