εμπήγω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εμπήγω < μεσαιωνική ελληνική εμπήγω < αρχαία ελληνική ἐμπήγνυμι
Ρήμα[επεξεργασία]
εμπήγω
- άλλη μορφή του μπήγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εμπήγω
|